- φάσκωλος
- ὁ, ΜΑμικρός δερμάτινος σάκος ή τσέπη ενδύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει επίθημα -ωλο- (πρβλ. εἴδ-ωλο-ν). Έχει γίνει προσπάθεια να ερμηνευθεί η λ. με την αναγωγή της σε κάποια ΙΕ ρίζα: κατά μία άποψη, σε ρίζα *bhasko- «δεσμός, δέμα» στην οποία οδηγούν πιθ. και ο τ. τής μακεδονικής διαλέκτου βάσκιοιδεσμαὶ φρυγάνων, το λατ. fascis «δέσμη, δεσμίδα», το γαλατ. baich «φορτίο», καί, κατ' άλλη άποψη, σε ρίζα *bhendh- «δένω» (πρβλ. πενθερός), μέσω ενός τ. *bhņdhsko-. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, πρβλ. λατ. phasceolus, phascolum].
Dictionary of Greek. 2013.